- ψυχροκόμψευμα
- τὸ, Αψυχρή έπαρση, αλαζονεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + κόμψευμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχροκομψεύματα — ψυχροκόμψευμα a frigid conceit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)